- παρεναλλαγή
- παρεν-αλλᾰγή, ἡ,A dislocation, Gal.14.796.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεναλλαγή — dislocation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεναλλαγή — ἡ, Α [παρεναλλάσσω] η αλλαγή, αλλοίωση ή διαστροφή εξαιτίας εξάρθρωσης («κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ βραχεῑα μὲν παρεναλλαγὴ γινομένη δυσαποκατάστατος», Γαλ.) … Dictionary of Greek